αδελέαστος

αδελέαστος
ος , ον
1) не обольщаемый, не соблазняемый; неподкупный; 2) беспристрастный, объективный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδελέαστος" в других словарях:

  • αδελέαστος — η, ο αυτός που δεν εξαπατιέται με υποσχέσεις, αμερόληπτος: Έμεινε αδελέαστος από τις συμφέρουσες, αλλά όχι έντιμες προτάσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελέαστος — η, ο [δελεάζω] 1. αυτός που δεν δελεάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δελεαστεί, να παρασυρθεί από υποσχέσεις ή θέλγητρα, απαθής, ασυγκίνητος 2. δίκαιος, αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, αδέκαστος …   Dictionary of Greek

  • αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά …   Dictionary of Greek

  • ασαγήνευτος — η, ο (AM ἀσαγήνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαγηνευθεί, να πιαστεί σε δίχτυ νεοελλ. 1. ο ασυγκίνητος 2. ο αδελέαστος …   Dictionary of Greek

  • ασαγήνευτος — η, ο αυτός που δεν πιάστηκε στο δίχτυ, αδελέαστος, ασυγκίνητος: Κανείς δεν έμεινε ασαγήνευτος από την ομορφιά της γυναίκας αυτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»